κομπηγόρος

κομπηγόρος
κομπ-ηγόρος, , Großsprecher

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κομπηγόρος — κομπηγόρος, ον (Α) αυτός που μιλά με κομπασμό, κομπαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ ηγόρος, δικ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

  • Κομπηγόρος — speaking boastfully masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομπηγόρον — Κομπηγόρος speaking boastfully masc/fem acc sg Κομπηγόρος speaking boastfully neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομπηγόροις — Κομπηγόρος speaking boastfully masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομπηγόρων — Κομπηγόρος speaking boastfully masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπηγορώ — κομπηγορῶ, έω (Μ) [κομπηγόρος] μιλώ με κομπασμό, κομπάζω, υπερηφανεύομαι, καυχησιολογώ …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱԲԱՆ — (ի, ից.) NBH 2 0234 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 14c ա. μεγαλορρήμων, κομπήγορος magniloquus λόγιος eloquens. Որ մեծամեծս խօսի. պոռոտախօս. եւ Յորդորաբան. *Սատակէ էր զլեզուս մեծաբանս. Սղ. ՟Ժ՟Ա. 4: *Ապրեցուսցես ʼի մեծաբանս լեզուաց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊՈՌՈՏ — ( ) NBH 2 0659 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 13c ա. ՊՈՌՈՏ ՊՈՌՈՏԱԽՕՍ ՊՈՌՈՏՈՂ. κομπώδης, κομπήγορος jactabundus, jactans se. Խոշոր եւ յոխորտ. խրոխտապանծ. մեծաբան, (խօսք, եւ խօսօղ). *Բանք պոռոտք զքաջ իմաստունն ոչ երկեցուցանեն. Պիտառ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊՈՌՈՏԱԽՕՍ — ( ) NBH 2 0659 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 13c ա. ՊՈՌՈՏ ՊՈՌՈՏԱԽՕՍ ՊՈՌՈՏՈՂ. κομπώδης, κομπήγορος jactabundus, jactans se. Խոշոր եւ յոխորտ. խրոխտապանծ. մեծաբան, (խօսք, եւ խօսօղ). *Բանք պոռոտք զքաջ իմաստունն ոչ երկեցուցանեն. Պիտառ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊՈՌՈՏՈՂ — ( ) NBH 2 0659 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 13c ա. ՊՈՌՈՏ ՊՈՌՈՏԱԽՕՍ ՊՈՌՈՏՈՂ. κομπώδης, κομπήγορος jactabundus, jactans se. Խոշոր եւ յոխորտ. խրոխտապանծ. մեծաբան, (խօսք, եւ խօսօղ). *Բանք պոռոտք զքաջ իմաստունն ոչ երկեցուցանեն. Պիտառ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”